Τις βλέπω εκεί:Στέκονται μές την φρεσκαδούρα στην στάση του λεωφορείου και χαχανίζουν απλόχερα,αδιαφορώντας για τα βλέμματα του κόσμου, καθώς εγώ περνάω από δίπλα με το αυτοκίνητο μου. Τις παρατηρώ πίσω από τα μαύρα μου γυαλιά κάθως περιμένω στο φανάρι: είναι ακούραστες και λαμπερές παρόλο που πάνε σερύ στην δουλειά μετά από μπουζούκια και after club! Εγώ αν δεν κλείσω δεκάωρο στο κρεβάτι είμαι σαν τα ρακούν με κύκλους γύρω από τα μάτια και τρικλίζω σαν ακυβέρνητο καράβι στ΄ανοιχτά δεξιά και αριστερά!
Είναι skiny χωρίς καμία προσπάθεια και φυσικά δεν έχουν ίχνος κυτταρίτιδας σαν εμένα που χτυπιέμαι κάθε μέρα στα γυμναστήρια, μονίμως κάνω ‘’δίαιτα’’ και χαλάω τον μισό μισθό μου σε κρέμες αντικυτταριτιδικές! Μα πάνω από όλα έχουν κάτι που μέχρι εκείνη τη στιγμή που άναψε το φανάρι δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ: έχουν μέσα τους ανεμελιά...Δεν τους νοιάζει τίποτα και κανένας εκτός από το πως μοιάζουν τα μαλλιά τους και αν τους είπε καλημέρα το τζόβενο της γειτονιάς. Έχουν μια δύναμη επικίνδυνη και παράξενη συνάμα. Είναι μία ανεξάντλητη πηγή ενέργειας...ένας τυφώνας που τίποτα δεν τον σταματά...Δεν έχουν σε καμία περίπτωση την αίσθηση του κινδύνου και παίζουν την ζωη τους κορώνα γράμματα καθημερινά. Και ξαφνικά...ακροβατώ...στο σκοινί της ζωής μου καθώς συνειδητοποιώ πως και γω κάπως έτσι λειτουργούσα πριν μερικά χρόνια...πως και γω...κάπως έτσι ήμουνα... Πάρκαρω τ΄αμάξι έξω από το γραφείο και αναρωτιέμαι : ‘’τι ήταν αυτό που με έκανε να αλλάξω;’’ Το επιθυμούσα ή απλά παρασύρθηκα από τον ξέφρενο ρυθμό της ζωής; Έγειρα πάνω στην πόρτα και προσπάθησα να θυμηθώ πότε ήταν η τελευταία φορά που ήμουν πραγματικά ξέγνοιαστη και σοκαρίστηκα! Ήταν τότε...το 1821...όταν ήμουν 21... Τότε που είχα πάει διακοπές με την φίλη μου την Τζένη στην Νάξο! Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να μυρίσω και να νιώσω την αύρα της νιότης μου και της ανεμελιάς μου. Ένιωσα...ανάλαφρη...σαν πούπουλο...σαν φτερό που έφυγε άγαρμπα από ένα χελιδόνι και ταξίδεψε στα σύννεφα από πόλη σε πόλη...χωρίς άγχος...χωρίς προβληματισμό...μονάχα με χαρά και δύναμη. Τι ήταν αυτό λοιπόν που ευθυνότανε γιαυτή την απώλεια; Άραγε μπορούμε πλέον να γευόμαστε έστω για λίγο εκείνη την ξεγνοισιά; Πώς μπορεί όμως κάποιος να είναι ανέμελος όταν τον κυνηγάει το άγχος για το αύριο και για την επιβίωση; Πώς μπορεί κανείς να ναι αδιάφορος στην καθημερινότητα που σε κυνηγάει και σε πνίγει; Ανέβηκα τα σκαλιά ένα ένα κουβαλώντας μαζί μου τις ασήκωτες σκέψεις μου και φτάνοντας στο γραφείο κάθησα αναστενάζωντας για το χαμένο μου όνειρο. ‘’Εεε...Συγνώμη...να σας ρωτήσω κάτι; Ψάχνω τον κύριο Παπαδόπουλο,μήπως γνωρίζεται σε ποιον όροφο είναι το γραφείο του;’’ Σήκωσα το κεφάλι και είδα μία κοπέλλα γύρω στα είκοσι και καράφλιασα! Αναρωτήθηκα πόσο μεγάλη μπορεί να δείχνω για να μου μιλάει στον πληθυντικό; Πριν λίγο ήμουνα και γω εκεί! Σκέφτηκα σαν κακομαθημένο παιδί και μούτρωσα! Ύστερα όμως παρατήρησα το εξής! Υπήρχε κάτι στα μάτια της που δεν θα ήθελα να έχω : η απειρία της ζωής που εκδηλωνόταν διάχυτη από το τρέμουλο στην φωνή, το κατέβασμα των ματιών της, το κοκκίνισμα στα μάγουλα της και ο ανεξήγητος φόβος της στο άγνωστο. Ήταν κάτι που απλά δεν ήθελα να ξαναζήσω!Eίχα κερδίσει επάξια την κάθε ρυτιδούλα στο πρόσωπο μου και αυτό με έκανε να είμαι δυνατή και πιο έμπειρη! Άφησα μήνυμα στον προιστάμενο μου, ότι ξαφνικά ένιωσα μια αδιαθεσία. Πήρα την τσάντα μου, φόρεσα το κραγιόν μου, μου χαμογέλασα και άφησα τα τακούνια απ τις υπέροχες γόβες μου να διατυμπανίσουν τη πυγμή και την δύναμη της ελευθερίας μου! katia